δηλημα

δηλημα
    δήλημα
    -ατος τό гибель, пагуба
    

(ἄνεμοι, δηλήματα νηῶν Hom.; κακὸν δ. βροτοῖσιν HH.; ὁδοιπόρων δ., sc. δράκων Aesch.; τινι и τινος Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δηλημα" в других словарях:

  • δήλημα — δήλημα, το (Α) [δηλέομαι (Ι)] βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται») …   Dictionary of Greek

  • δήλημα — mischief neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμασι — δήλημα mischief neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήματα — δήλημα mischief neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»